-
1 συναλειπτικως
-
2 συναλειπτικώς
-
3 συναλειπτικῶς
-
4 συν-αλειπτικός
συν-αλειπτικός, ή, όν, zusammenschmierend, -schmelzend, verwischend, Sp.; – adv., συναλειπτικῶς, durch Verschmelzung (συναλοιφή), Gramm.; αἱ σ. ἐκφερόμεναι λέξεις S. Emp. adv. Gramm. 165.
-
5 συναλειπτικός
συν-αλειπτικός, ή, όν, zusammenschmierend, -schmelzend, verwischend; adv., συναλειπτικῶς, durch Verschmelzung
См. также в других словарях:
συναλειπτικῶς — συναλειπτικός coalescing by adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλειπτικός — ή, όν, ΜΑ [συναλείφω] γραμμ. αυτός που εκφέρεται με συναλοιφή. επίρρ... συναλειπτικῶς Α με συναλοιφή … Dictionary of Greek