-
1 συναλγηδων
-
2 συναλγηδών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναλγηδών
-
3 συναλγηδών
συν-αλγηδών, όνος, ἡ, Mitschmerz -
4 ξυναλγηδόνες
συναλγηδόνες, συναλγηδώνjoint grief: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
συναλγηδών — όνος, ἡ, Α [συναλγῶ] 1. κοινή θλίψη 2. στον πληθ. αἱ συναλγηδόνες οι συμμετέχουσες σε θλίψη … Dictionary of Greek
ξυναλγηδόνες — συναλγηδόνες , συναλγηδών joint grief fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)