-
1 συναλισκομαι
быть вместе взятым в плен Plut.σ. τινι Diog.L. — попадать в плен вместе с кем-л.
-
2 συναλίσκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναλίσκομαι
-
3 συναλίσκομαι
συναλίσκομαι (Plut. et al.; Aelian, NA 11, 12; Diog. L. 2, 105) pass. be taken captive together Ac 1:4 D.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συναλίσκομαι
-
4 συναλίσκομαι
См. также в других словарях:
συναλίσκομαι — Α 1. αιχμαλωτίζομαι μαζί με άλλους 2. (για ψάρια ή ζώα) πιάνομαι στο δίχτυ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίσκομαι «αιχμαλωτίζομαι, συλλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek