Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συνακολουθῇ

  • 1 συνακολουθή

    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres ind mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj act 3rd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres ind mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > συνακολουθή

  • 2 συνακολουθῇ

    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres ind mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj act 3rd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres ind mp 2nd sg
    συνακολουθέω
    follow along with: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > συνακολουθῇ

См. также в других словарях:

  • συνακολουθῇ — συνακολουθέω follow along with pres subj mp 2nd sg συνακολουθέω follow along with pres ind mp 2nd sg συνακολουθέω follow along with pres subj act 3rd sg συνακολουθέω follow along with pres subj mp 2nd sg συνακολουθέω follow along with pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • οιδιπόδειος — α, ο (Α οἰδιπόδειος, α, ον, θηλ. και ος, σπάν. και οἰδιπόδιος, α, ον) [Οιδίπους] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα («τῇ Οἰδιποδειᾳ καλουμένῃ κρήνῃ» κρήνη τών Θηβών στο νερό τής οποίας θεωρείται ότι έπλυνε τα χέρια του ο Οιδίπους μετά… …   Dictionary of Greek

  • φωτοηλεκτρικός — ή, ό, Ν 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα τού φωτοηλεκτρισμού 2. φρ. α) «φωτοηλεκτρικό κύτταρο» (ηλεκτρον.) όργανο αμφίδρομου μετασχηματισμού φωτεινής ενέργειας σε ηλεκτρική, που αξιοποιεί την ιδιότητα ορισμένων μετάλλων να… …   Dictionary of Greek

  • χιλλιαντίδραση — η, Ν (βιοχ. βοτ.) (κατά τη φωτοσύνθεση) η επαγόμενη από το φως μεταφορά ηλεκτρονίων από το νερό σε μη φυσιολογικούς δέκτες ηλεκτρονίων, όπως είναι λ.χ. το σιδηρικυανιούχο κάλιο, με συνακόλουθη έκλυση οξυγόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»