Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συναικλία

См. также в других словарях:

  • συναικλία — και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • συναικλίαις — συναικλία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιγλία — ἡ, Α (λακων. τ.) βλ. συναικλία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»