-
1 συναγωνιστής
[синагонистис] ουσ. а. сораник, соперник, конкурент.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συναγωνιστής
-
2 конкурент
-
3 конкурцеит
конкурцеитм ὁ ἀνταγωνιστής, ὁ ἀντίπαλος, ὁ συναγωνιστής. -
4 соратник
соратникм ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμ-μαχητής, ὁ συναγωνιστής. -
5 сподвижник
сподвижникм ὁ συναγωνιστής, ὁ συμ-μαχητής, ὁ συναθλητής. -
6 конкурент
-а α.-ка, -и θ.ανταγωνιστής, -τρία, συναγωνιστής, -τρία, αντίπαλος. || παλ. ο διάγωνιζόμενος, -η. -
7 соискатель
-я α. -нща, -ы θ.υποψήφιος, ανταγωνιστής, συναγωνιστής• διαγωνιζόμενος•соискатель премии υποψήφιος για το βραβείο.
-
8 соратник
-а α.συμπολεμιστής• συναγωνιστής• συμμαχητής. || στενός συνεργάτης.
См. также в других словарях:
συναγωνιστής — one who masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστής — ο θηλ.συναγωνίστρια 1. συμπολεμιστής: Στο μνημόσυνο αυτό του ήρωα μίλησε ένας παλιός συναγωνιστής του. 2. ανταγωνιστής: Δεν είχε αξιόλογους συναγωνιστές στο άθλημά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγωνιστής — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής νεοελλ. αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
συναγωνισταῖς — συναγωνιστής one who masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνισταί — συναγωνιστής one who masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστοῦ — συναγωνιστής one who masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστῇ — συναγωνιστής one who masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστήν — συναγωνιστής one who masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιστῶν — συναγωνιστής one who masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
ξυναγωνιστάς — συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc acc pl συναγωνιστά̱ς , συναγωνιστής one who masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)