-
1 συναγριαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγριαίνω
См. также в других словарях:
συναγριαίνω — Α γίνομαι άγριος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγριαίνω (< ἄγριος)] … Dictionary of Greek
1 συναγριαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγριαίνω
συναγριαίνω — Α γίνομαι άγριος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀγριαίνω (< ἄγριος)] … Dictionary of Greek