Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνέχεια+καὶ+ς

  • 1 συνέχεια

    A continuity,

    τῆς κινήσεως Arist.Metaph. 1050b26

    ; [ τῶν νεύρων] Id.HA 515b6; [

    ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων Id.PA 654b15

    , cf. HA 559a7;

    σ. ἔχειν πρός τι Id.PA 652b3

    ;

    ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ συνέχειαν τρέφεται καὶ ἐπιδίδωσι Thphr.CP1.12.4

    ; σ. γίνεται there is a continuous succession (of flowering), Id.HP6.8.4, cf. 7.10.3; σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης, Plb.5.100.2, Hdn.8.5.2.
    b coherence,

    πρὸς τὰ οἰκεῖα μέρη Stoic.2.145

    ;

    νόσος.. τῆς σ. [τοῦ σώματος] τῶν μερῶν διαίρεσις Gal.7.2

    ;

    ὀδύνη γίνεται.. τῆς σ. λυομένης Id.15.515

    .
    c κατὰ συνέχειαν ἀριθμεῖσθαι to be reckoned by conjunction (e.g. 1, 2, 3, 4; 4, 5, 6, 7), Steph.in Hp.1.198 D.
    2 mere sequence of words, Pl.Sph. 261e, 262c; connexion in a sentence,

    τῶν ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.5.2

    , cf. Comp.23;

    γραμμάτων Demetr.Eloc.68

    ; also of argument, αἱ κατὰ συνέχειαν [προτάσεις], = συνημμένα ἀξιώματα (cf.

    συνάπτω A. 111.3

    ), Stoic.2.71, cf. 85;

    σ. ἀποδείξεων Luc.Dem.Enc.32

    ; ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι ς. Plu. 2.792d;

    πυκνότης καὶ συνέχεια Hermog.Id.2.10

    .
    3 of Time, link, Arist.Ph. 222a10.
    4 sequence, chain of cause and effect,

    ἐπισύνδεσις καὶ σ. τῶν αἰτίων Alex.Aphr.Fat.195.3

    ;

    τῶν ἐφεξῆς σ. καὶ συμπλοκή Plot.3.1.4

    .
    5 continuity of substance, viscosity, (sc. ἐλαίου) Thphr. Od.18; of dripping honey, μὴ.. ὑγρόν, ὡς ἀποσπᾶσθαι τῆς ς. Gal.6.270; ἡ πρὸς τὸν ὀμφαλὸν τοῦ ἐμβρύου ς. Sor.1.71; of broken bones, Id.Fract.5, al.;

    σ. τῶν φυτῶν Hdn.7.2.5

    .
    6 compactness, close order, of military formation, Arr.Tact.11.4, Ael.Tact.11.4.
    II continued attention, perseverance, D.18.218; continuance of an action,

    τῇ σ. τῆς μελέτης Hierocl. in CA27p.484M.

    ; practice, Plot.4.6.3; συνεχείας δηλωτική, = frequentativa, Gloss.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέχεια

  • 2 πυκνότης

    A closeness, thickness, denseness, solidity, [ νεφελῶν] Ar.Nu. 384, 406; [ χρυσοῦ] Pl.Ti. 59b;

    π. ἡ κάτω Epicur.Nat.11.10

    ;

    π. νοητή Phld.D.3.11

    ; of flesh, opp. μανότης, Hp.VM22, Arist.EN 1129a23, etc.; opp. ἀραιότης, Id.Ph. 260b10 (pl.);

    ἡ π. τῆς ξυγκλῄσεως Th.5.71

    .
    2 Medic., π. κοιλίης costiveness, Hp.Epid.6.3.1.
    3 closer spacing of notes in music, opp. μανότης, Pl.Lg. 812d.
    4 in Tactics, close formation of the phalanx, Arr.Tact.11.1, 12.11;

    ἡ συνέχεια καὶ π.τῶν Ῥωμαίων Plu.Crass.24

    .
    II frequency,

    μεταβολῶν Isoc.4.116

    ; μέγεθος καὶ πλῆθος καὶ πυκνότητες [ λυπῶν] Pl.Lg. 734a;

    ἡ π. τῶν ἐννοιῶν Hermog.Id.2.10

    (pl.), Longin. ap. Porph.Plot.19, cf. Arist.SE 175b34.
    III metaph., sagacity, shrewdness,

    π. ἔνεστ' ἐν τῷ τρόπῳ Ar.Eq. 1132

    (lyr.);

    πιθανότης καὶ π. τοῦ ἀνδρός Plu.TG15

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνότης

  • 3 συμπλοκή

    A intertwining, complication, combination,

    τῇ [τῶν ἀτόμων] συμπλοκῇ.. πάντα γεννᾶσθαι Democr.

    ap. Arist.Cael. 303a7, cf. Thphr.Sens.66, Sor.2.4; used by Pl. as a generic term for weaving and its kindred arts, Plt. 281a, cf. 306a, al.; ἡ ἁπάντων πρὸς ἄλληλα ς. Plb.1.4.11, cf. Phld.Sign.37, D.3.8 (pl.); συνέχεια καὶ ς. Plot.3.1.4; εἱμαρμένη defined as σ. αἰτιῶν, Stoic.2.284.
    2 struggle, esp. of wrestlers, ἡ ἐν ταῖς σ. μάχη a close struggle, Pl.Lg. 833a, cf. Plb. 1.15.3, Gal.15.126,197; of ships, close engagement, Plb.1.27.12, 1.28.11, SIG567.11 (Calymna, iii B.C.); of cavalry, Onos.10.6.
    3 embrace, sexual intercourse, Pl.Smp. 191c, Arist.HA 540b21, Corn. ND24, Sor.1.31, al.
    4 combination of letters to form a word or of words to form a proposition, Pl.Plt. 278b sq.; λόγος ἐγένετο.. ἡ πρώτη ς. Id.Sph. 262c, cf. Tht. 202b, D.H.Pomp.6;

    σ. τῶν ὀνομάτων Demetr.Lac.Herc.1113.2

    , cf. Phld.Po.2.33, al.; also combination of mental acts so as to form one entity,

    οὐδὲ σ. δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη Arist.de An. 428a25

    , cf. PA 643b16; combination of subject and predicate,

    σ. γὰρ νοημάτων ἐστὶ τὸ ἀληθὲς ἢ ψεῦδος Id.de An. 432a11

    , cf. Top. 113a1; κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι, opp. ἄνευ συμπλοκῆς, Id.Cat. 1a16, cf. Stoic.2.69, etc.
    5 Gramm., the copula, D.H.Dem.9.
    6 Rhet., interweaving of various styles, Id.Rh.8.8: but also name of a rhet. figure, Alex.Fig.p.30S.
    7 Medic., of ingredients, μετὰ τῆς πρὸς τοὺς φοίνικας ς. in combination with.., Sor.1.50, cf. 115.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπλοκή

  • 4 заладить

    -ажу, -адишь
    ρ.σ. (απλ.) λε’γω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια•

    что ты -ил дурак да дурак τι κοπανάς συνέχεια βλάκας και βλάκας.

    || επαναλαβαίνω την ίδια πράξη•

    он -ит к нам в дом αυτός έρχεται ταχτικά στο σπίτι μας.

    λειτουργώ κανονικά•

    работа не -лась η δουλειά δεν πάει καλά (δεν έστρωσε), κουτσαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > заладить

  • 5 далее

    далее
    нареч
    1. παραπέρα, παρακάτω, περαιτέρω·
    2. (затем) ἀργότερα, Επειτα, σέ συνέχεια, ὑστερα· ◊ не \далее как вчера χθες ἀκόμα, μόλις χθές· и так \далее (и т. д.) καί τά λοιπά (κ.λ.π.).

    Русско-новогреческий словарь > далее

  • 6 порядок

    поря́д||ок
    м
    1. ἡ τάξη [-ις]:
    образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν
    2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:
    алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·
    3. (способ) ὁ κανονισμός:
    \порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·
    4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:
    при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·
    5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα

    Русско-новогреческий словарь > порядок

  • 7 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 8 зарядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, οπλίζω•

    зарядить ружье οπλίζω το όπλο•

    фотоаппарат βάζω φιλμ στη φωτογραφική μηχανή•

    зарядить капкан χτίζω την παγίδα.

    2. φορτίζω•

    зарядить батарею γεμίζω το συσσωρευτή,

    3. αρχίζω να κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.
    4. βρέχει συνέχεια.
    1. οπλίζομαι•

    ружье -лось το τουφέκι οπλίστηκε (όπλισε)•

    мина -лась η νάρκη εμπυρευματίστηκε.

    2. ετοιμάζομαι.
    3. φορτίζομαι•

    батарея -лась ο συσσωρευτής φορτίστηκε (γέμισε).

    4. εφοδιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > зарядить

  • 9 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 10 от...

    κ. ото... κ. отъ..., πρόθεμα
    Χρησιμοποιείται για το σχημαρισμό ρημάτων και σημαίνει: α) απομάκρυνση• ξεχώρισμα: отбежать, отплыть, отступить, β) απόσπαση μέρους από το όλο• αποκοπή: отвязать, откусить, отрезать. γ) αντενέργεια, ανταπόδοση, ανταπάντηση: отблагодарить, отдарить, откликнуться, δ) τέλος ή σταμάτημα της ενέργειας: отбарабанить, отгулять, отзаниматься, ε) λήξη (εντατ ικής) ενέργειας: отстегать, отшлёпать; отделать, отшлифовать, ζ) με το μόριο «-ся» απόκλιση, έκπτωση, ξέπεσμα: отговориться, отбояриться, η) συνέχεια της ενέργειας πέρα από το κανονικό, υπέρ το δέον: отлежать, отсидеть.

    Большой русско-греческий словарь > от...

  • 11 филировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    ανεβάζω βαθμιαία τη φωνή και σε συνέχεια την κατεβάζω μηδενίζοντας την λεπτύνω.

    Большой русско-греческий словарь > филировать

  • 12 κάμνω

    κάμνω 2 aor. ἔκαμον; pf. κέκμηκα Rv 2:3 t.r. (s. Tdf. app.), ptc. κεκμηκώς; fut. 2 sg. mid. καμῇ (ApcMos 24).
    be weary, fatigued (so Hom. et al.; PGiss 47, 8; PLond V, 1708, 50; 4 Macc 3:8; TestIss 3:6; JosAs 11 cod. A [p. 53, 8 Bat.] and Pal. 364; ApcMos) τῇ ψυχῇ in spirit Hm 8:10. Here we may think of a weariness of the soul (for weariness of this kind cp. Diod S 20, 96, 3 κάμνοντες ταῖς ψυχαῖς; Philo, Post. Cai. 31 [the wandering soul]; Jos., Ant. 2, 290; Just., D. 5, 6). But another interpretation may perh. be derived from Diod S 15, 38, 2: κάμνειν τῇ συνεχείᾳ τῶν πολέμων=be tired or weary of the continued succession of the wars. Then the κάμνοντες τῇ ψυχῇ would be not the weary in spirit but those who are tired of living (as Job 10:1).—Hb 12:3 it may be abs. (as Jos., Vi. 209), i.e., if τ. ψυχαῖς ὑμῶν belongs w. ἐκλυόμενοι. ἔκαμνον ἐκ τῆς ὁδοῦ I was weary from the trip GJs 15:1. Of documents σχεδὸν ἐκ τοῦ χρόνου κεκμηκότα almost worn out by time MPol 22:3; EpilMosq 5 (Diog. L. 9, 113: in Timon’s house the works of the poets lie about unprotected, many of them half eaten up [ἡμίβρωτα]). Weary with work (TestJob 39:11 μή κάμητε εἰκῇ; ApcMos 24) κεκοπίακας καί οὐ κέκμηκας Rv 2:3, an Erasmian rdg. (s. above).
    be ill (so Soph., Hdt. et al.) ὁ κάμνων the sick man (Strabo 8, 6, 15; Musonius 20, 8 θεραπείαν τῶν καμνόντων; Epict., Fgm. 19; M. Ant. 6, 55; SIG 943, 9f ἐπιμέλεια τῶν καμνόντων; TestSol 18, 34 P; Philo, Omn. Prob. Lib. 12, Migr. Abr. 124 τὴν τῶν καμνόντων σωτηρίαν; Tat.) Js 5:15. Another possibility here is the mng. be hopelessly sick, waste away (schol. on Apollon. Rhod. 4, 1091 p. 306, 23 W.; Jos., Ant. 8, 266), or even
    die (Crinagoras, no. 25, 1; Diod S 14, 71, 1 and 4; Dionys. Byz. §109; 110; Kaibel 321, 8 καμών=dead; grave ins [ANock, Sallust. p. xxxiii, 94 ὅταν κάμῃς, τοῦτο τὸ τέλος=when you die, that’s the end]; Wsd 4:16; 15:9; SibOr 3, 588).—B. 540. DELG. M-M. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κάμνω

См. также в других словарях:

  • συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Νησιά της κεντρικής Αμερικής στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Tο κράτος του Tρινιδάδ και Tομπάγκο αποτελείται από δύο νησιά, από τα οποία μεγαλύτερο είναι το Tρινιδάδ, που βρίσκεται κοντά στην ακτή της Bενεζουέλας και ανακαλύφθηκε το 1498 από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κεφαλονιάς και Ιθάκης — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1996, από την Εταιρεία Προστασίας Φύσεως Κεφαλονιάς και Ιθάκης, σε συνεργασία με την πρώην κοινότητα και τον πολιτιστικό σύλλογο Δαυγάτων, και άνοιξε για το κοινό το 1999, στα Δαυγάτα της Κεφαλονιάς. Λειτουργεί ως νομικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»