-
1 συνέριθος
συνέρῑθος, ἡ,A fellow-worker, helpmate, esp. one who is hired to assist in domestic work, as spinning or sewing, Od.6.32, PEnteux.30.3 (iii B.C.), AP9.89 (Phil.), etc.; (lyr.);Κύπρις σ. ἀέθλων A.R.3.942
; σ. τέχναι assistant arts, Pl. R. 533d;ὅσαι ταύταις εἰσὶ σ. τέχναι Id.Lg. 889d
: less freq. as masc. Adj.,σ. ἄτρακτος AP7.726
(Leon.);λύχνος συνέριθος ὀδυνάων Musae. 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέριθος
-
2 συνεριθος
-
3 συνέριθος
συνέρῑθος, συνέριθοςfellow-worker: fem nom sg -
4 συνέρῖθος
συν-έρῖθος: fellow-worker, Od. 6.32†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συνέρῖθος
-
5 συνέρῑθος
συν-έρῑθος, ὁ, gew. ἡ, Mitarbeiter, Gehilfe, Gehilfin; überh. wer mit anderen Lohnarbeiten übernimmt -
6 ξυνερίθω
συνερί̱θω, συνέριθοςfellow-worker: fem nom /voc /acc dualσυνερί̱θω, συνέριθοςfellow-worker: fem gen sg (doric aeolic) -
7 ξυνερίθοις
συνερί̱θοις, συνέριθοςfellow-worker: fem dat pl -
8 συνερίθοις
συνερί̱θοις, συνέριθοςfellow-worker: fem dat pl -
9 συνερίθου
συνερί̱θου, συνέριθοςfellow-worker: fem gen sg -
10 συνερίθους
συνερί̱θους, συνέριθοςfellow-worker: fem acc pl -
11 συνερίθω
-
12 συνερίθῳ
-
13 συνερίθων
συνερί̱θων, συνέριθοςfellow-worker: fem gen pl -
14 συνέριθοι
συνέρῑθοι, συνέριθοςfellow-worker: fem nom /voc pl -
15 συνέριθον
συνέρῑθον, συνέριθοςfellow-worker: fem acc sg
См. также в других словарях:
συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
συνέριθος — συνέρῑθος , συνέριθος fellow worker fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνερίθω — συνερί̱θω , συνέριθος fellow worker fem nom/voc/acc dual συνερί̱θω , συνέριθος fellow worker fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνερίθοις — συνερί̱θοις , συνέριθος fellow worker fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθοις — συνερί̱θοις , συνέριθος fellow worker fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθου — συνερί̱θου , συνέριθος fellow worker fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθους — συνερί̱θους , συνέριθος fellow worker fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθων — συνερί̱θων , συνέριθος fellow worker fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθῳ — συνερί̱θῳ , συνέριθος fellow worker fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέριθοι — συνέρῑθοι , συνέριθος fellow worker fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέριθον — συνέρῑθον , συνέριθος fellow worker fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)