Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συνέπηξε

См. также в других словарях:

  • συνέπηξε — συμπήγνυμι put together aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»