-
1 συνέπηξε
συμπήγνυμιput together: aor ind act 3rd sg -
2 συμπήγνῦμι
συμ - πήγνῦμι, aor. συνέπηξε: of milk, curdle, Il. 5.902†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συμπήγνῦμι
См. также в других словарях:
συνέπηξε — συμπήγνυμι put together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… … Dictionary of Greek