-
1 δια-φωνέω
δια-φωνέω, aus einander tönen, nicht übereinstimmen; von der Lyra, καὶ ἀναρμοστεῖν Plat. Gorg. 482 b; Ggstz συμφωνέω, Phaed. 101 d; συνέπεσϑαι, Legg. IX, 859 a; τινί, mit Einem verschiedener Meinung, uneinig sein, τῷ ῥηϑέντι ἐμμενοῦμεν ἢ διαφωνήσομεν Plat. Polit. 292 b; Arist. Nic. Eth. 1, 6, 15. 10, 1, 3; ἀλλήλοις pol. 7, 13, u. öfter bei Sp.; auch πρός τινα; – διαφωνεῖται, die Sache ist streitig, D. Sic.; διαπεφώνηται ὁ περὶ αὐτοῦ λόγος D. Hal. 1, 45; – διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων, das Geld stimmt nicht, es fehlt etwas daran, Pol. 22, 26, 23; dah. bei Sp. übh. = fehlen; auch = auskommen, bes. LXX.
См. также в других словарях:
συνέπεσθαι — συνέπομαι follow along with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπομαι — ΜΑ [ἕπομαι] 1. ακολουθώ από κοντά (α. «συνέψασθαί οἱ», Άνν. Κομν. β. «ποίμναις... συνειπόμην», Σοφ.) 2. έχω στενές σχέσεις με κάποιον αρχ. 1. ακολουθώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», Θουκ.) … Dictionary of Greek