-
1 συνέμιξε
συνέμῑξε, συμμίγνυμιaor ind act 3rd sg -
2 συμμείγνυμι
a blend, harmonize στέφανοι πράσσοντί με χρέος, φόρμιγγα καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι (Schr.: συμμίξαι codd.) O. 3.9b associate with c. acc. & dat., crown with καί νυν ἐν Πυθῶνι νιν (= πόλιν) ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ (Schr.: συνέμιξε codd.) P. 9.72
См. также в других словарях:
συνέμιξε — συνέμῑξε , συμμίγνυμι aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)