Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

συνάριϑμος

См. также в других словарях:

  • συνάριθμος — counted with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάριθμος — και επικ. τ. συνήριθμος, ον, Α 1. αυτός που υπολογίζεται μαζί με άλλον, που συγκαταλέγεται σε έναν αριθμό μαζί με άλλον («ἵνα μὴ καὶ σὺ συνάριθμος τῶν εἰς τὸν ταῡρον γενηθέντων γένῃ», Φαλ.) 2. αυτός που έχει ίδιο ή ίσο αριθμό με άλλον, ισάριθμος… …   Dictionary of Greek

  • συναρίθμοις — συνάριθμος counted with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρίθμου — συνάριθμος counted with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρίθμιος — ον, ΜΑ [συνάριθμος] αυτός που περιέχεται σε έναν αριθμό μαζί με άλλον, ο συνάριθμος* …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • συνήριθμος — ον, Α ιων. τ. βλ. συνάριθμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»