-
1 вместе
вместе μαζί, αντάμα выйдем \вместе βγαίνουμε μαζί \вместе со мной μαζί μου ◇ \вместе с тем ταυτόχρονα, συνάμα, παράλληλα* * *μαζί, αντάμαвы́йдем вме́сте — βγαίνουμε μαζί
вме́сте со мной — μαζί μου
••вме́сте с тем — ταυτόχρονα, συνάμα, παράλληλα
-
2 заодно
заодно 1) (вместе) συνάμα 2) (одновременно) ταυτόχρονα, σύγχρονα* * *1) ( вместе) συνάμα2) ( одновременно) ταυτόχρονα, σύγχρονα -
3 вместе
вместенареч μαζί, ἀντάμα, ὀμοϋ/ ἀπό κοινού (сообща)! συνάμα, ταυτόχρονα (одновременно):\вместе с кем-л. μαζί μέ, ἀντάμα μέ κάποιον ◊ \вместе с тем παράλληλα, ταυτόχρονα, συνάμα· все \вместе взятое ὅλα αὐτά. -
4 одновременно
ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, σύγχρονα, συγχρόνως, συνάμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одновременно
-
5 одновременно
одновременнонареч ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, σύγχρονα, συγχρόνως, συνάμα -
6 причем
причем1. союз καί, συνάμα·2. нареч:\причем тут я? καί τί σχέση ἔχω ἐγώ μ' αὐτό; -
7 причем
[πριτσιόμ] σύνδ. και, συνάμα -
8 причем
[πριτσιόμ] σύνδ και, συνάμα -
9 вместе
επίρ.1. μαζί, αντάμα, ομού•я и он работаем вместе εγώ και αυτός δουλεύομε μαζί.
2. ταυτόχρονα• συνάμα.εκφρ.вместе с тем – βλ. 2 σημ. -
10 заодно
επίρ.από κοινού, μαζί, ομού, αντάμα, ομόφωνα•действовать (быть) заодно с кем δρω από κοινού με κάποιον, είμαι ένα με κάποιον.
|| ταυτόχρονα, σύγχρονα, συνάμα. -
11 кстати
επίρ.1. ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, στη στιγμή• απούντο, απροπό, επίκαιρα.2. με την ευκαιρία• μια και καλή• ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.(παρνθ. λ.) εδώ που τα λέμε, μια που τό φέρε η κουβέντα, ομιλίας γενομένης.εκφρ.как нельзя кстати – κούπα, καπάκι (πολύ πετυχημένα). -
12 мимоходом
επίρ.1. περνώντας, διαβαίνοντας, διαβατικά, περαστικά (για λίγο).2. ταυτόχρονα, συνάμα. || παροδικά, εν παρόδω, μεταξύ των άλλων. -
13 одновременно
επίρ.1. ταυτόχρονα, σύγχρω-να, συνάμα, σύγκαιρα.2. το ίδιο, εξ ίσου. -
14 попутно
επιρ. συνάμα, ταυτόχρονα, σύγχρονα, εν παρόδω. -
15 тот
та, то (αντων.).1. εκείνος, -η -ο•тот ученик εκείνος ο μαθητής•
та женщина εκείνη η γυναίκα•
то яблоко εκείνο το μήλο•
ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•
с того дня από εκείνη τη μέρα•
с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•
тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•
на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.
|| (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•
собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.
|| αυτός, -ή, -ό•тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•
с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.
2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.
εκφρ.тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.
См. также в других словарях:
συνάμα — together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάμα — ΝΜΑ, και σύναμα Α συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ ἐστιχόωντο», Θεόκρ.) αρχ. μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα] … Dictionary of Greek
συνάμα — επίρρ. χρον., μαζί, συγχρόνως: Η συνείδηση είναι ενιαία και αδιαίρετη στη δραστηριότητά της· αντιλαμβάνεται, συγκινείται και συνάμα επιθυμεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνάμ' — συνάμα , συνάμα together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… … Dictionary of Greek