-
1 συμ-ψεύδομαι
συμ-ψεύδομαι, mit od. zusammen lügen, συμψεύδεσϑαι καὶ συγχρῆσϑαι τῷ τῆς βασιλείας ὀνόματι, fälschlich brauchen, Pol. 6, 3, 10.
-
2 συμψεύδομαι
συμ-ψεύδομαι, mit od. zusammen lügen -
3 συμψευδομαι
вместе лгать Polyb.σ. τινι βουλομένῳ λανθάνειν Plut. — помогать чьему-л. притворству