-
1 ξυμφυτευω
1) вместе насаждать(τινί Pind.)
συμπεφυτευμέναι τῇ ψυχῇ αἱ ἡδοναί Xen. — врожденные душе стремления к наслаждению2) совместно затевать(τοὔργον Soph.)
-
2 συμφυτευω
1) вместе насаждать(τινί Pind.)
συμπεφυτευμέναι τῇ ψυχῇ αἱ ἡδοναί Xen. — врожденные душе стремления к наслаждению2) совместно затевать(τοὔργον Soph.)
См. также в других словарях:
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek