-
1 συμπροπιπτω
вместе устремляться, выбегатьἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. — он ушел, сопровождаемый друзьями
1 συμπροπιπτω
ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. — он ушел, сопровождаемый друзьями