-
1 συμ-πραγματεύομαι
συμ-πραγματεύομαι, dep. med., zugleich womit beschäftigt sein, Plut. Lyc. 5, öfter.
-
2 συμπραγματεύομαι
1 συμ-πραγματεύομαι
συμ-πραγματεύομαι, dep. med., zugleich womit beschäftigt sein, Plut. Lyc. 5, öfter.
2 συμπραγματεύομαι