-
1 συμ-ποσι-αρχία
συμ-ποσι-αρχία, ἡ, das Geschäft od. Amt des συμποσίαρχος, Plut. Symp. 1, 4, 2.
-
2 συμποσιαρχία
συμ-ποσι-αρχία, ἡ, das Geschäft od. Amt des συμποσίαρχος
1 συμ-ποσι-αρχία
συμ-ποσι-αρχία, ἡ, das Geschäft od. Amt des συμποσίαρχος, Plut. Symp. 1, 4, 2.
2 συμποσιαρχία