-
1 συμ-πλανάομαι
συμ-πλανάομαι, mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.
-
2 συμπλανάομαι,
συμ-πλανάομαι, u. συμ-πλάζομαι, mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen -
3 συμπλάζομαι
συμ-πλανάομαι, u. συμ-πλάζομαι, mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen -
4 συμπλαναομαι
1) совместно блуждать, вместе странствовать Plut.παρακολουθεῖν καὴ σ. τινι Diod. — сопровождать кого-л. в (его) странствиях
2) вместе заблуждатьсяσ. ταῖς ἀγνοίαις τινός Polyb. — быть введенным в заблуждение чьей-л. неосведомленностью