-
1 συμ-πλήρωμα
συμ-πλήρωμα, τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b.
-
2 συμπλήρωμα
συμ-πλήρωμα, τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek