-
1 συμ-πλοϊκός
συμ-πλοϊκός, ή, όν, mitschiffend, φιλίαι, d. i. τῶν συμπλόων, Arist. eth. 8, 12.
-
2 συμπλοϊκός
συμ-πλοϊκός, ή, όν, mitschiffend -
3 συμπλοικος
3относящийся к совместному плаванию
1 συμ-πλοϊκός
συμ-πλοϊκός, ή, όν, mitschiffend, φιλίαι, d. i. τῶν συμπλόων, Arist. eth. 8, 12.
2 συμπλοϊκός
3 συμπλοικος