-
1 συμ-παρα-στατέω
συμ-παρα-στατέω, Mitbeistand sein, beistehen, τινί; Aesch. Prom. 218; Ar. Ran. 385 Eccl. 15.
-
2 συμπαραστατέω
συμ-παρα-στατέω, Mitbeistand sein, beistehen
1 συμ-παρα-στατέω
συμ-παρα-στατέω, Mitbeistand sein, beistehen, τινί; Aesch. Prom. 218; Ar. Ran. 385 Eccl. 15.
2 συμπαραστατέω