-
1 συμ-παρα-στάτης
συμ-παρα-στάτης, ὁ, Mitbeistand, Helfer, τὸ γὰρ νοσοῦν ποϑεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν, Soph. Phil. 671.
-
2 συμπαραστάτης
συμ-παρα-στάτης, ὁ, Mitbeistand, Helfer
1 συμ-παρα-στάτης
συμ-παρα-στάτης, ὁ, Mitbeistand, Helfer, τὸ γὰρ νοσοῦν ποϑεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν, Soph. Phil. 671.
2 συμπαραστάτης