-
1 συμ-παρα-μίγνῡμι
συμ-παρα-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), = Folgdm, συμπαραμιγνύων ἐν τῇ ϑυσίᾳ ὀπὸν καὶ σχῖνον Ar. Plut. 719.
-
2 συμπαραμίσγω,
συμ-παρα-μίσγω, u. συμ-παρα-μίγνῡμι, mit bei- od. zumischen -
3 συμπαραμίγνῡμι
συμ-παρα-μίσγω, u. συμ-παρα-μίγνῡμι, mit bei- od. zumischen