-
1 συμ-παρα-καθ-έζομαι
συμ-παρα-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), dep. pass., mit od. zugleich dabei, daneben sitzen, συμπαρεκαϑέζετο μετὰ τοῦ Μενεξένου Plat. Lys. 207 b.
-
2 συμπαρακαθέζομαι
συμ-παρα-καθ-έζομαι, mit od. zugleich dabei, daneben sitzen
1 συμ-παρα-καθ-έζομαι
συμ-παρα-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), dep. pass., mit od. zugleich dabei, daneben sitzen, συμπαρεκαϑέζετο μετὰ τοῦ Μενεξένου Plat. Lys. 207 b.
2 συμπαρακαθέζομαι