-
1 συμ-μιγής
συμ-μιγής, ές, gemischt, vermischt, verbunden; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς, Aesch. Spt. 723; ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά, Soph. O. R. 1281; Eur. Rhes. 431; Ggstz κεχωρισμένος, Plat. Legg. X, 895 c; ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ, dem ἐν ἡλίῳ καϑαρῷ entgeggstzt, dumpfig, Phaedr. 239 c.
-
2 κνακο-συμ-μιγής
κνακο-συμ-μιγής, ές, mit Safflor gemischt, nach Mein. Conj. in Philozen. bei Ath. XIV, 643 e, wo τερεβινϑοκνακοσυμμιγής steht.
-
3 ἀ-συμ-μιγής
ἀ-συμ-μιγής, ές, Sp. = folgdm.
-
4 συμμιγής
συμ-μιγής, ές, gemischt, vermischt, verbunden -
5 ἀσύμμικτος
ἀ-σύμ-μικτος, ἀ-συμ-μιγής,unvermischt, unvereinbar -
6 ἀσυμμιγής
ἀ-σύμ-μικτος, ἀ-συμ-μιγής,unvermischt, unvereinbar
См. также в других словарях:
μιγής — μιγής, ές (Α) μικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ τού μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ αποκοπήν τού β συνθετικού από σύνθ. σε μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek
ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
θερμομιγής — θερμομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. εμίγην τού μ[ε]ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
θηρομιγής — θηρομιγής, ές (Α) 1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο 2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» κραυγή που μοιάζει με αυτήν τού θηρίου, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μιγής (πρβλ. α μιγής, συμ μιγής)] … Dictionary of Greek
πολυμιγής — και επικ. τ. πουλυμιγής και πολυμμιγής, ές Α 1. πολύ ανάμικτος, πολύ ανακατεμένος 2. αποτελούμενος από πολλά συστατικά 3. συγκεχυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιγής (< μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
τετραμιγής — ές, Α αυτός που έχει συσταθεί από ανάμιξη τεσσάρων ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μιγής (< θ. μιγ τού μίγνυμι), πρβλ. ἀ μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek
κνηκοσυμμιγής — κνηκοσυμμιγής, ές (Α) ο αναμεμιγμένος με κνήκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + συμ μιγής] … Dictionary of Greek