-
1 συμμεταβαλλω
1) одновременно (из)менять(τὰς χώρας Plut.)
ταῖς ὥραις σ. τὰς διαίτας Plut. — менять образ жизни в соответствии со сменой времен года;2) одновременно или совместно (из)меняться(τινί Arst.)
См. также в других словарях:
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek