Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμ-βούλομαι

См. также в других словарях:

  • θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • θεόβουλος — θεόβουλος, ον, θηλ. και θεοβούλη (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. ά βουλος, σύμ βουλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»