-
1 συμβουλομαι
желать одного и того же, т.е. быть солидарным, соглашаться(τινι Eur., Plat.)
συμβουλομένης τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Plut. — договорившись со своей женой
См. также в других словарях:
θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
θεόβουλος — θεόβουλος, ον, θηλ. και θεοβούλη (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. ά βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek