Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συμφωνικό

См. также в других словарях:

  • συμφωνικό ποίημα — Συμφωνική σύνθεση που συνδέεται με ένα εξωμουσικό πρόγραμμα. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο προγραμματισμός της μουσικής δημιουργίας έχει πολύ παλιά καταγωγή και μάλιστα ότι αρχικά η μουσική είχε σχεδόν αποκλειστικά προγραμματική αξία. Είναι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • παστάδα — η / παστός, άδος, ΝΑ κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος αρχ. 1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι 2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά 4. το μέρος τού σπιτιού… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνικός — ή, ό / συμφωνικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία νεοελλ. 1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα») 2. φρ. α) «συμφωνική μουσική» μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που …   Dictionary of Greek

  • Γκέρσουιν, Τζορτζ — (George Gershwin, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1898 – Χόλιγουντ 1937). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Γόνος εβραϊκής οικογένειας σλαβικής καταγωγής, ο Γ. πήρε τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στο πιάνο. Σε ηλικία 16 ετών τον προσέλαβε ένας μουσικός οίκος της… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… …   Dictionary of Greek

  • Μπλοχ, Έρνεστ — (Ernest Bloch, Γενεύη 1888 – Πόρτλαντ ΗΠΑ 1959). Ελβετός συνθέτης, εβραϊκής καταγωγής. Άρχισε να συνθέτει από νεαρός και σε ηλικία δεκαπέντε ετών έγραψε μια Συμφωνία της Ανατολής. Τα σπουδαιότερα έργα της νεανικής του περιόδου είναι το συμφωνικό… …   Dictionary of Greek

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

  • Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… …   Dictionary of Greek

  • Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ένοσις — ἔνοσις, η (Α) κλονισμός, σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < *εν Fοθ τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα θ τ τής Αρχαίας εξελίσσεται σε στι (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»