Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμφρόνησις

См. также в других словарях:

  • συμφρόνησις — agreement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφρόνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α [συμφρονῶ] 1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια 2. (κατ επέκτ.) αρμονία …   Dictionary of Greek

  • συμφρονήσει — συμφρόνησις agreement fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμφρονήσεϊ , συμφρόνησις agreement fem dat sg (epic) συμφρόνησις agreement fem dat sg (attic ionic) συμφρονέω to be of one mind with aor subj act 3rd sg (epic) συμφρονέω to be of one mind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφρόνησιν — συμφρόνησις agreement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφροσύνη — ἡ, Α [σύμφρων, ονος] συμφρόνησις* …   Dictionary of Greek

  • συμφρόνασις — άσεως, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συμφρόνησις …   Dictionary of Greek

  • συμφρόνημα — τὸ, Μ [συμφρονῶ] συμφρόνησις* …   Dictionary of Greek

  • συμφρονήσεως — συμφρονήσεω̆ς , συμφρόνησις agreement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφρόνασις — συμφρόνᾱσις , συμφρόνησις agreement fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»