Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συμφορῇσιν

См. также в других словарях:

  • συμφορῇσιν — συμφορά bringing together fem dat pl (epic ionic) συμφορέω bring together pres subj act 3rd sg (epic) συμφορέω bring together pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφόρησιν — συμφόρησις bringing together fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»