-
1 συμφερόντως
συμφερόντωςprofitably: indeclform (adverb) -
2 συμφερόντως
A profitably, τινι Antipho Soph.Oxy.1364.15 ([etym.] ξυμ-), Pl.Lg. 662a, Isoc.2.25, cf. X.Mem.1.2.50, IG12(8).640.8 (Peparethus, ii B.C.), etc.; οὔτε δικαίως οὔτε ς. on no plea either of justice or expediency, Antipho 2.1.9;σ. ἔχει Isoc.8.137
, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφερόντως
-
3 συμφερόντως
D0-0-0-0-1=1 4 Mc 1,17 -
4 ξυμφερόντως
συμφερόντως, συμφερόντωςprofitably: indeclform (adverb)
См. также в других словарях:
συμφερόντως — profitably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερόντως — Α επίρρ. 1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον 2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» συμφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, οντος τού συμφέρω] … Dictionary of Greek
ξυμφερόντως — συμφερόντως , συμφερόντως profitably indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՕԳՏԱԿԱՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 1021 Chronological Sequence: Early classical, 8c մ. συμφερόντως, συμφόρως utiliter. Օգտակարութեամբ. օգտիւ. օգտաբար. *Ի տնանկութենէ. պահէ զնոսա օգտակարապէս: Օգտակարապէս եւ պարզաբար երկեցուցանէ. Նիւս. բն.: Ոսկ. ՟ա. կոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)