-
1 συμπιπτω
(fut. συμπεσοῦμαι, aor. 2 συνέπεσον, pf. συμπέπτωκα)1) вместе падать, сразу обрушиватьсяσὺν δ΄ Εὖρός τε Νότος τε πέσον Hom. — сразу ринулись Эвр и Нот;
σ. ἔς τινα Her. — (о гневе) обрушиваться на кого-л.2) бросаться друг на друга, сталкиватьсяσύν ῥ΄ ἔπεσον λείουσιν ἐοικότες Hom. — они бросились друг на друга подобно львам;
τὰ στρατόπεδα συμπεσόντα Her. — устремившиеся друг на друга войска;σ. τινί Xen., Soph., Polyb. и πρός τινα Thuc., Plut. или σ. εἰς ἀγῶνά τινι Soph. — вступать в бой с кем-л.;ξυμπεσούσης νηῒ νεώς Thuc. — когда один корабль завяжет сражение с другим3) наталкиваться, попадать, оказыватьсяσ. κλύδωνι Eur. — попадать в бурное течение;
τοῖς κακοῖς σ. Soph. — становиться жертвой несчастий;ἀσιτίῃσι συμπεπτωκώς Her. — изголодавшийся;σ. τῷ φόνῳ Soph. — пасть от руки убийцы4) (одновременно) случаться, приключаться(ἀσθένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν Plat.)
καὴ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Her. — случилось еще и вот что;συνέπιπτε τοιοῦτο, ὥστε … Her. — вышло так, что …;καὴ τόδε ἄλλο (τοῖσι Πέρσῃσι) ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Her. — у персов сложился вот еще какой обычай;τὸ συμπεσόν Arst. и τὰ συμπίπτοντα Eur., Isocr. — сложившиеся обстоятельства;πρὸς τὸ συμπίπτον Xen. — смотря по обстоятельствам;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys. — при таких обстоятельствах5) совпадать, согласоватьсяσυμπεσέειν τούτοισι καὴ τόνδε τὸν λόγον Her. — (говорят, что) с этим согласуется следующий факт;
εἰς ταὐτὸν σ. Plat. — сводиться к тому же (самому);ἐμοὴ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγον Eur. — твое мнение сошлось с моим6) валиться, обваливаться, рушиться(ἥ οἰκία ξυνέπιπτεν Xen.; πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Thuc.)
7) смешиваться, спутыватьсяσ. ἐπ΄ ἀλλήλων Plat. — перемешиваться друг с другом
8) встречаться, пересекаться Arst.αἱ πλευραὴ συμπίπτουσαι πρὸς ἀλλήλας Polyb. — взаимно пересекающиеся стороны (треугольника);
ὅ Ἄσσος συμπίπτων τῷ Κηφισῷ Plut. — (река) Асс, впадающая в Кефис9) падать, бросаться ниц(σ. τινὴ πρὸς τὰ γόνατα Polyb.)
10) гибнуть, умиратьτὸ σῶμα συμπεσόν Plat. — мертвое тело
11) проваливаться, вваливатьсяοἱ ὀφθαλμοὴ συμπίπτουσιν Arst. — глаза становятся впалыми;
-
2 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
3 συμπίπτω
συμπίπτω 2 aor. συνέπεσον; pf. συμπέπτωκα LXX (Hom.+; ins, pap, LXX; TestJob 40:12; Test12Patr; JosAs 18:3; Joseph.) ‘fall together’.① to fall together in a heap, fall in, collapse (Trag.; Thu. 8, 41, 2; Diod S 19, 45, 2 houses as a result of a downfall of rain and hail; Jos., Bell. 1, 331 οἶκος; OGI 595, 15; 28; PMagd 9, 3; POxy 75, 27 al. in pap; Sb 5109, 2 [I A.D.] οἰκίας συμπεπτωκυίας) Lk 6:49.② to experience inward breakdown fig. ext. of 1ⓐ (1 Macc 6:10 συνπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆς μερίμνης; TestZeb 10:1) collapse fr. fright MPol 12:1.ⓑ in OT expression συνέπεσεν τὸ πρόσωπον his countenance fell, has become distorted = he was downcast 1 Cl 4:3, 4 (Gen 4:5 [συνέπεσεν τῷ προσώπῳ], 6; cp. TestJos 7:2; JosAs cod. A 18 [p. 67, 11f and 14 Bat.; also cod. Pal. 364]).—M-M. s.v. συνπίπτω. -
4 συμπίπτω
(αόρ. συνέπεσα) μετ.1) совпадать;συμπίπτουν οι γνώμες — мнения совпадают;
2) απρόσ. бывает, случается;συνέπεσε να... случилось так, что...;§ η γιορτή συμπίπτει την... — праздник приходится, падает на...
-
5 συμπίπτω
-
6 συμπίπτω
[симпигтю] р. совпадатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπίπτω
-
7 συμπίπτω
+ V 2-6-5-0-2=15 Gn 4,5.6; 1 Sm 1,18; 17,32; 2 Sm 5,18to fall together, to meet, to meet violently 2 Sm 5,18; to fall Is 3,5; to fall in, to collapse Ez 30,4; to collapse (of a person’s mental state) 1 Mc 6,10; to fall, to be distorted Gn 4,5; to become extinct Is 64,10→MM (sub συνπίπτω) -
8 συμπίπτω
[симпигтю] ρ совпадать. -
9 συμπίπτω
συμ-πίπτω, zusammenfallen, -stoßen, -treffen; bes. im Kampfe, handgemein werden; u. von zusammenstoßenden Winden; zusammentreffen, übereinstimmen; zusammen einstürzen; zusammenfallen; πρόςωπον συμπεπτωκός, ein zusammengefallenes, eingefallenes Gesicht, das durch Krankheit abgemagert ist; συνέπεσε τῷ στρατηγῷ πρὸς τὰ γόνατα, fiel ihm zu Füßen; zu gleicher Zeit sich ereignen, sich zutragen, sich treffen. Übertr., hineingeraten in einen Zustand, verfallen in etwas -
10 συμπίπτω
düşmek, çakışmak, aynı zamana rastlamak -
11 συμπίπτω
overlapΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμπίπτω
-
12 совпадать
συμπίπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совпадать
-
13 çakışmak
συμπίπτω -
14 совпасть
-
15 συμ-πτωθέν
συμ-πτωθέν, έντος, τό (von συμπίπτω oder συμπτώω), das Zusammengestürzte, Sp. S. Lob. Phryn. 249.
-
16 συμ-πιτνέω
συμ-πιτνέω, poet. statt συμπίπτω; πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπιτνοῦσιν ἵμεροι, Aesch. Ch. 297; βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων ξυμπιτνῶν, Prom. 430; Eur. Hec. 1030 u. öfter. S. πίτνω.
-
17 приходиться
приходитьсянесов1. ἐρχομαι:\приходиться впо́ру (об одежде, обуви) ἐρχεται ἀκριβώς· \приходиться по вку́су εἶμαι τοῦ γούστου·2. (совпадать) συμπίπτω, πέφτω:первое число́ приходится на воскресенье ἡ πρώτη τοῦ μηνός πέφτει Κυριακή·3. безл (причитаться):с него́ приходится пятьдесят рублей αὐτός πρέπει νά πληρώσει πενήντα ρούβλια·4. безл (нужно) ἀναγκάζομαι:ему́ приходится уехать ἀναγκάζεται νά ἀναχωρήσει· мне приходится иметь дело с ним ἔχω νά κάνω μ' αὐτόν вечно приходится напоминать тебе πάντα πρέπει νά σοῦ θυμίζουν5. (быть в родстве):он мне приходится двоюродным братом τόν Εχω ἐξάδελφο· ◊ ему ту́го прихо́дится τά βρίσκει μπαστούνια, τά βρίσκει σκοδ-ρα. -
18 совпадать
совпад||атьнесов συμπίπτω. -
19 сходиться
сходитьсянесов1. συναντιέμαι:здесь сходятся дороги ἐδῶ συναντιοδνται οἱ δρόμοι·2. (собираться) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι·3. (сближаться) γίνομαι φίλος/ συζώ (сожительствовать)·4. (совпадать) συμπίπτω, συμπέφτω:все показания сходятся ὅλες οἱ μαρτυρίες συμπίπτουν. -
20 уживаться
уживатьсянесов1. τά ταιριάζω μέ κάποιον, ζώ σέ ὁμόνοια·2. перен συμβιβάζομαι, συνδυάζομαι, συμπίπτω.
См. также в других словарях:
συμπίπτω — συμπίπτω, συνέπεσα βλ. πίν. 141 (και ως απρόσ. συμπίπτει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπίπτω — συνέπεσα 1. συνταυτίζομαι: Συμπίπτουν οι απόψεις μας. – Συμπίπτουν οι πολιτικές τους επιδιώξεις. 2. συμπίπτω χρονικά, γίνομαι την ίδια στιγμή: Συνέπεσε τότε και η οικονομική καταστροφή του. 3. απρόσ., συμπίπτει συμβαίνει, τυχαίνει: Συνέπεσε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπίπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπίπτω και ποιητ. τ. συμπίτνω, Α [πίπτω] 1. εφαρμόζω πλήρως 2. (κατ επέκτ.) συνταυτίζομαι, συμφωνώ (α. «οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν» β. «συμπεσεῑν δὲ τούτοισι καὶ τόνδε τὸν λόγον», Ηρόδ.) 3. συμβαίνω κατά τον ίδιο χρόνο (α.… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
Symptom — For the 1974 horror film, see Symptoms (film). A symptom (from Greek σύμπτωμα, accident, misfortune, that which befalls [1], from συμπίπτω, I befall , from συν together, with + πίπτω, I fall ) is a departure from normal function or feeling which… … Wikipedia
Augment — In der Sprachwissenschaft wird als Augment (lateinisch augmentum, „das Vergrößerte“) ein Präfix bezeichnet, das in einigen indogermanischen Sprachen einem Verb vorangestellt wird, um Zeitformen der Vergangenheit wie das Plusquamperfekt, das… … Deutsch Wikipedia
Symptôme — Un symptôme représente une des manifestations subjectives d une maladie ou d un processus pathologique, tel qu exprimé par le patient. En général, pour une pathologie donnée, les symptômes sont multiples, elle peut même ne pas présenter de… … Wikipédia en Français
ασύμπτωτος — η, ο (AM ἀσύμπτωτος, ον) [συμπίπτω] 1. (στα μαθηματικά, γενικά, για γραμμές, επίπεδα ή σημεία) «ασύμπτωτη ευθεία» ευθεία γραμμή του επιπέδου της καμπύλης, η οποία πλησιάζει ένα τμήμα αυτής χωρίς ποτέ να την τέμνει 2. αυτός που δεν συμπίπτει ή που … Dictionary of Greek
επισυμπίπτω — ἐπισυμπίπτω (Α) 1. αναπηδώ μαζί ξανά 2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.) 3. συμπίπτω … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… … Dictionary of Greek