-
1 συμπερθω
вместе разрушатьξύν γε πέρσας (sc. Ἰλίου πόλιν) Eur. — вместе с разрушением Илиона
-
2 συμπέρθω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπέρθω
-
3 συμπέρθω
-
4 συμπέρσειεν
συμπέρθωdestroy with: aor opt act 3rd sg -
5 συνέπραθε
συμπέρθωdestroy with: aor ind act 3rd sg -
6 συμ-πορθέω
συμ-πορθέω, wie συμπέρϑω, mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρϑει Φρύ-γας Eur. Or. 886.
См. также в других словарях:
συμπέρθω — Α εκπορθώ μαζί με άλλον, καταστρέφω μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πέρθω «ερημώνω, αφανίζω»] … Dictionary of Greek
συμπέρσειεν — συμπέρθω destroy with aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπραθε — συμπέρθω destroy with aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)