-
1 συμπτυσσόμενα
συμπτύσσωfold: pres part mp neut nom /voc /acc plσυμπτύσσωfold: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
2 συμπτυσσομένας
συμπτυσσομένᾱς, συμπτύσσωfold: pres part mp fem acc plσυμπτυσσομένᾱς, συμπτύσσωfold: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)συμπτυσσομένᾱς, συμπτύσσωfold: pres part mp fem acc plσυμπτυσσομένᾱς, συμπτύσσωfold: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 συμπτύσσω
A fold or pack together, S.Tr. 691:—[voice] Pass., βλέφαρα συμπτυσσόμενα eyelids which close, Gal.UP10.6.2 [voice] Pass., σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα are folded together fan-wise, Procl.Hyp.5.115: metaph., to be implicit, not yet unfolded,ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Dam.Pr.1
; ἐν τῷ κέντρῳ -έπτυκται ὁ κύκλος ib.32, cf. Procl.Inst. 171.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπτύσσω
См. также в других словарях:
συμπτυσσόμενα — συμπτύσσω fold pres part mp neut nom/voc/acc pl συμπτύσσω fold pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτυσσομένας — συμπτυσσομένᾱς , συμπτύσσω fold pres part mp fem acc pl συμπτυσσομένᾱς , συμπτύσσω fold pres part mp fem gen sg (doric aeolic) συμπτυσσομένᾱς , συμπτύσσω fold pres part mp fem acc pl συμπτυσσομένᾱς , συμπτύσσω fold pres part mp fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… … Dictionary of Greek