1 συμπρωτα
Древнегреческо-русский словарь > συμπρωτα
2 συμπρῶτα
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > συμπρῶτα
συμπρώτα — Α επίρρ. πρωτίστως, πρώτα πρώτα … Dictionary of Greek