Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συμπράξῃ

  • 1 συμπράξη

    συμπράξηι, σύμπραξις
    assistance: fem dat sg (epic)
    συμπράσσω
    join: aor subj mid 2nd sg
    συμπράσσω
    join: aor subj act 3rd sg
    συμπράσσω
    join: fut ind mid 2nd sg
    συμπράσσω
    join: aor subj mid 2nd sg
    συμπράσσω
    join: aor subj act 3rd sg
    συμπρά̱ξῃ, συμπράσσω
    join: aor subj mid 2nd sg
    συμπρά̱ξῃ, συμπράσσω
    join: aor subj act 3rd sg
    συμπρά̱ξῃ, συμπράσσω
    join: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμπράξη

  • 2 συμπράξῃ

    συμπράξηι, σύμπραξις
    assistance: fem dat sg (epic)
    συμπράσσω
    join: aor subj mid 2nd sg
    συμπράσσω
    join: aor subj act 3rd sg
    συμπράσσω
    join: fut ind mid 2nd sg
    συμπράσσω
    join: aor subj mid 2nd sg
    συμπράσσω
    join: aor subj act 3rd sg
    συμπρά̱ξῃ, συμπράσσω
    join: aor subj mid 2nd sg
    συμπρά̱ξῃ, συμπράσσω
    join: aor subj act 3rd sg
    συμπρά̱ξῃ, συμπράσσω
    join: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμπράξῃ

  • 3 σύμπραξη

    [-ις (-εως)] η
    1) соучастие (в чём-л.); 2) сотрудничество (с кем-чем-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύμπραξη

  • 4 σύμπραξη

    [симпракси] ουσ θ содействие, помощь, сотрудничество.

    Эллино-русский словарь > σύμπραξη

См. также в других словарях:

  • σύμπραξη — η / σύμπραξις, άξεως, ΝΜΑ [συμπράττω] συμμετοχή σε κοινό έργο, συνεργασία …   Dictionary of Greek

  • σύμπραξη — η συμμετοχή σε κοινό έργο, συνεργασία: Επιδίωξε να συμπράξει με άλλους ισχυρούς βιομηχάνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπράξῃ — συμπράξηι , σύμπραξις assistance fem dat sg (epic) συμπράσσω join aor subj mid 2nd sg συμπράσσω join aor subj act 3rd sg συμπράσσω join fut ind mid 2nd sg συμπράσσω join aor subj mid 2nd sg συμπράσσω join aor subj act 3rd sg συμπρά̱ξῃ , συμπράσσω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτέλ — Σύμπραξη ανάμεσα σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές ομάδες με σκοπό την κοινή δράση. Η συνεννόηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τον καθορισμό των κατώτερων τιμών στις οποίες θα πωλούν διάφορα προϊόντα είτε με τον περιορισμό της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • αττικισμός — ο (AM ἀττικισμός) [αττικίζω] τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας αρχ. σύμπραξη με τους Αθηναίους …   Dictionary of Greek

  • δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»