-
1 συμπράκτωρ
συμπράκτωρhelper: masc nom sg -
2 συμπράκτωρ
A helper, assistant, Hdt.6.125, cf. X.Cyr.3.2.29: c. gen. rei, σ. ὁδοῦ a companion in travel, S.OT 116; συμπράκτορες τῆς αἰτίας involved as accomplices in the charge, Antipho 3.4.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπράκτωρ
-
3 συμπράκτορα
συμπράκτωρhelper: masc acc sg -
4 συμπράκτορας
συμπράκτωρhelper: masc acc pl -
5 συμπράκτορες
συμπράκτωρhelper: masc nom /voc pl -
6 συμπράκτορι
συμπράκτωρhelper: masc dat sg -
7 συμπράκτορος
συμπράκτωρhelper: masc gen sg -
8 συμπράκτορσιν
συμπράκτωρhelper: masc dat pl -
9 συμπρήκτωρ
συμπράκτωρhelper: masc nom sg (ionic) -
10 συμπρήκτωρ
A v. συμπράκτωρ, συμπράσσω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπρήκτωρ
См. также в других словарях:
συμπράκτωρ — helper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράκτωρ — και ιων. τ. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α 1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ. β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.) 2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ»… … Dictionary of Greek
συμπράκτορα — συμπράκτωρ helper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράκτορας — συμπράκτωρ helper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράκτορες — συμπράκτωρ helper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράκτορι — συμπράκτωρ helper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράκτορος — συμπράκτωρ helper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράκτορσιν — συμπράκτωρ helper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπρήκτωρ — συμπράκτωρ helper masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπράκτης — ὁ, Μ [συμπράττω] συμπράκτωρ*, συνεργός … Dictionary of Greek
συμπράκτρια — ἡ, Α βλ. συμπράκτωρ … Dictionary of Greek