-
1 συμπολλαπλασιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπολλαπλασιάζω
-
2 συμπολλαπλασιαζόμεναι
συμπολλαπλασιάζωmultiply at the same time: pres part mp fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
συμπολλαπλασιάζω — Α πολλαπλασιάζω συγχρόνως … Dictionary of Greek
συμπολλαπλασιαζόμεναι — συμπολλαπλασιάζω multiply at the same time pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)