-
1 συμπολιτεύομαι
συμπολιτεύομαι 1 aor. συνεπολιτευσάμην live in the same state, be a fellow-citizen/compatriot (s. next entry; Thu. et al. in the act. The mid. in Aeschin. 1, 17; Isocr. 3, 4; 5, 20 al.; Epict. 3, 22, 99; ins, pap) τινί of or as someone (Diod S 5, 58, 2; OGI 504, 6 συνπεπολιτευμένος ἡμεῖν; Jos., Ant. 19, 306) MPol 22:2; EpilMosq 1.—DELG s.v. πόλις. M-M. s.v. συνπολίτης.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συμπολιτεύομαι
-
2 συμπολιτεύω
A live as fellow-citizens or members of one state, τισι with others, Th.6.4, 8.47,73; νόμοις τοῖς αὐτοῖς Χρῆσθαι καὶ ς. X.HG 5.2.12, cf. IG9(1).32.6 (Stiris, ii B.C.):—[voice] Med. συμπολιτεύομαι, Lys. 9.21, IG42(1).59.12 (Epid., iii B.C., prob.), Epicur.Sent.38, etc.;θεοῖς καὶ ἀνθρώποις Phld.Piet.14
; μηδενί with no one, D.Prooem.21;μετὰ τῶν Ἀχαιῶν Plb.22.8.9
; οἱ συμπολιτευόμενοι one's fellow-citizens, Isoc.3.4, 12.29;ὁ δῆμος καὶ οἱ -πολιτευόμενοι Ῥωμαῖοι Supp.Epigr.6.646
(Adalia, i B.C.), cf. OGI143.6 (Cyprus, ii B.C.);σ. καὶ κοινωνεῖν πόλεως Arist.Pol. 1324a15
: metaph.,τὰ σύντροφα καὶ συμπολιτευόμενα ἀδικήματα Plu.Cat.Mi.47
.2 hold public office jointly with, IG42(1).642 (Epid.):—[voice] Med., c. dat., ib.5(1).551.6 (Sparta, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπολιτεύω
См. также в других словарях:
συμπολιτεύομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α [συμπολίτης] νεοελλ. 1. ανήκω στην συμπολίτευση 2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον μσν. αρχ. 1. είμαι μέλος τής ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον 2. είμαι στενά συνδεδεμένος αρχ. 1 … Dictionary of Greek
συμπολιτεύομαι — συμπολιτεύτηκα, συμπολιτευόμενος, αυτός που είναι με το μέρος του κόμματος που κυβερνά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπολίτευση — η / συμπολίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [συμπολιτεύομαι] νεοελλ. το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη μσν. μτφ. η επίγεια ζωή τού Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους αρχ. η ιδιότητα τού συμπολίτη, το να … Dictionary of Greek
συμπολιτεία — Μορφή συνένωσης δύο ή περισσότερων πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, σημαντικότερες από τις οποίες ήταν η Αιτωλική και η Αχαϊκή. Η σ. παρουσίαζε αρκετές αντιστοιχίες προς τη σημερινή ομοσπονδία κρατών, και διάφερε από την αμφικτιονία και από το κοινόν.… … Dictionary of Greek
συμπολιτεύω — Α βλ. συμπολιτεύομαι … Dictionary of Greek