Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συμπλέξῃ

  • 1 συμπλέξη

    συμπλέξηι, σύμπλεξις
    an inclusive term: fem dat sg (epic)
    συμπλέκω
    twine: aor subj mid 2nd sg
    συμπλέκω
    twine: aor subj act 3rd sg
    συμπλέκω
    twine: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμπλέξη

  • 2 συμπλέξῃ

    συμπλέξηι, σύμπλεξις
    an inclusive term: fem dat sg (epic)
    συμπλέκω
    twine: aor subj mid 2nd sg
    συμπλέκω
    twine: aor subj act 3rd sg
    συμπλέκω
    twine: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμπλέξῃ

См. также в других словарях:

  • σύμπλεξη — η / σύμπλεξις, έξεως, ΝΑ [συμπλέκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπλέκω νεοελλ. τεχνολ. η σύνδεση τών δύο ομοαξονικών εξαρτημάτων, κυρίως στους συμπλέκτες αυτοκινήτων, με σκοπό τη μετάδοση τής περιστροφικής κίνησης τού ενός στο άλλο αρχ. το …   Dictionary of Greek

  • συμπλέξῃ — συμπλέξηι , σύμπλεξις an inclusive term fem dat sg (epic) συμπλέκω twine aor subj mid 2nd sg συμπλέκω twine aor subj act 3rd sg συμπλέκω twine fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπλοκή — ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω] 1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο 2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού 3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών 4. α) παρεμβολή β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη… …   Dictionary of Greek

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

  • περιπάλαξις — άξεως, ἡ, Α [περιπαλάσσομαι] (στον Δημόκρ.) (για τα άτομα) σύμπλεξη, συνένωση …   Dictionary of Greek

  • περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»