-
1 συμπεφορημένως
συμφορέωbring together: perf part mp masc acc pl (doric) -
2 συμφορέω
A = συμφέρω, in the primary sense, bring together, collect, heap up, Hdt. 5.92.ή; τὰ ὀστέα ἐς ἕνα Χῶρον Id.9.83
; τὰ Χρήματα ib.81; τὰ γέρρα ib.99;λίθους καὶ ξύλα Th.6.99
;εἰς μίαν οἴκησιν πάντα Χρήματα Pl. Lg. 805e
;πνεῦμα σ. τὴν Χιόνα X.Cyn.8.1
; αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας ς. D.18.15;συμπτωμάτων πλῆθος οὐχ ὁμογενῶν Gal.16.811
; [ λόγους] Luc.Pisc.22:—[voice] Med., collect for oneself, Arist.Mir. 832a24 (perh. [voice] Pass.); of birds building nests, Id.HA 559a10:—[voice] Pass., to be collected, opp. διαφορεῖσθαι, Pl.Lg. 693a, cf. Epicur.Ep.1p.23U.; ἵππος εἰκῇ συμπεφορημένος put together anyhow, Pl.Phdr. 253e;καλιὰν ἐκ δένδρων συμπεφορημένην Luc.VH2.40
; συμπεφορημένη jumbled together (with a play on συμφορά), Pl.Phlb. 64e; join streams, of rivers, A.R.1.39.2 metaph., συμπεφορημένος, of a person whose philosophy is a jumble of opinions, Epicur.Nat.14.7; cf. συμπεφορημένως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφορέω
См. также в других словарях:
συμπεφορημένως — συμφορέω bring together perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεφορημένος — η, ον, Α αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους. επίρρ... συμπεφορημένως Α 1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.) 2. στρυμωχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος τού συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek