-
1 συμπεριαγωγή
συμπερι-ᾰγωγή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριαγωγή
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 συμπεριαγωγή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριαγωγή