-
1 συμπεριίσταμαι
A close in, draw together, Thphr.HP5.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριίσταμαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 συμπεριίσταμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριίσταμαι