-
1 συμπεριφορα
ἥ1) общение2) сношение, связь(ἥ πρὸς τέν Ἥραν σ. Diod.)
3) снисхождениеσυμπεριφορὰν ἐπί τινι διδόναι Polyb. — оказывать снисхождение в чем-л.
4) разгул, попойка(οἴνωσις καὴ σ. Plut.)
-
2 συμπεριφορά
η манера; обхождение, обращение; поведение;ο τρόπος συμπεριφορας — манера держать себя;
καλή (κακή) συμπεριφορά — вежливое (дурное) обращение;
άνθρωπος καλής συμπεριφορας — вежливый человек;
η προς τα τέκνα συμπεριφορά — обращение с детьми;
δεν έχει (καλή) συμπεριφορά — он не умеет вести себя, он ведёт себя недостойно
-
3 αγενής
ης, ες грубый, невежливый, бестактный;συμπεριφορά — грубое обращение -
4 αήθης
ης, άηθες странный; неуместный;συμπεριφορά — странное поведение -
5 ακατανόητος
-
6 απάδω
αμετ. быть несовместимым (с чём-л.); быть непозволительным; противоречить (чему-л.);η συμπεριφορά σας απάδει προς την ηθικήν — ваше поведение несовместимо с общепринятой моралью;
κατά τρόπον απάδοντα — непозволительным образом, непозволительно
-
7 ασυνήθιστος
-
8 εκλεπτυσμένες
η, ο[ν] утончённый;εκλεπτυσμένεςη συμπεριφορά — утончённые, изысканные манеры, изысканное обращение
-
9 εμπνέω
(αόρ. έμπνευσα и ενέπνευσα, παθ. αόρ. εμπνεύσθηκα и ενεπνεύσθην) μετ.1) вдохновлять, воодушевлять;τον εμπνέει το παράδειγμα σου — его вдохновляет твой пример;
2) вызывать, внушить, вселять (какое-л. чувство и т. п.);η συμπεριφορά του μού εμπνέει δυσπιστία — его поведение меня настораживает;
εμπνέω φρίκη (φόβους) — внушать, вызывать ужас (опасение);
εμπνέω θάρρος — придавать смелость;
εμπνέω ελπίδες — вселять надежду;
3) вдувать;1) — вдохновляться (чём-л.); — черпать (мысли и т. п.);εμπνέομαι 1. αμετ.
ο ποιητής εμπνέεται από την άνοιξη — весенний пейзаж вдохновляет поэта;
πολλοί εμπνέονται από τα βιβλία του — многие черпают идеи в его книгах;
2) испытывать влияние; инспирироваться;οι εφημερίδες εμπνέονται από τούς χρηματιστικούς κύκλους — газеты находятся под влиянием финансовых кругов;
2. μετ. открывать, изобретать;ο Έδισσον ενεπνεύσθη τον φωνογράφον Эдисон изобрёл фонограф;§ εμπνέομαι υπό αρίστων διαθέσεων — иметь наилучшие намерения
-
10 ευπρεπής
-
11 ζωώδης
-
12 περιφρονητικός
η, ό[ν] презрительный, пренебрежительный;περιφρονητική συμπεριφορά ( — или στάση) — пренебрежительное отношение
-
13 πρέπων
πρέπούσα, πρέπον надлежащий, должный, подобающий, приличествующий;με τον πρέποντα τρόπον — подобающим образом;
η συμπεριφορά του δεν ήτο η πρέπουσα — ему не следовало так себя вести
-
14 προσβλητικός
η, ό[ν] ' оскорбительный, обидный, задевающий;προσβλητική συμπεριφορά — оскорбительное поведение
-
15 σκαιός
ά, όν грубый; резкий; жестокий (о человеке);σκαιά συμπεριφορά — грубое обращение
-
16 στοιχειώδης
ης, ες1) элементарный (в разн. знач);στοιχειώδεις γνώσεις — элементарные знания;
στοιχειώδης γεωμετρία — основы геометрии;
στοιχειώδης εκπαίδευση — начальное образование, начальная школа;
στοιχειώδης αλήθεια — азбучная истина;
στοιχειώδης ευγένεια — элементарная вежливость;
στοιχειώδης συμπεριφορά — элементарное умение вести себя;
2) перен. основной, существенный;στοιχειώδης παράλειψη — существенное упущение
-
17 συνάδω
αμετ.1) согласоваться (с чём-л.); соответствовать (чему-л.);δεν συνάδει — противоречит, не соответствует, не подобает;
η συμπεριφορά του δεν συνάδει προς το αξίωμα του — его поведение несовместимо с его званием;
2) уст. петь вместе (с кем-л.), подпевать -
18 υποδειγματικές
η, ό[ν] образцовый, показательный, примерный;υποδειγματικέςή τάξη — образцовый порядок;
υποδειγματικέςή συμπεριφορά — примерное поведение
См. также в других словарях:
συμπεριφορά — συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc/acc dual συμπεριφορά̱ , συμπεριφορά intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾷ — συμπεριφορά intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορά — η, ΝΑ [συμπεριφέρὦ, ομαι] νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς, διαγωγή 2. (βιολ. ανθρωπολ.) κάθε παρατηρήσιμη ενέργεια ή απόκριση ενός οργανισμού, μιας ομάδας ή ενός ολόκληρου είδους στους παράγοντες τού περιβάλλοντος 3. φρ. α) … Dictionary of Greek
συμπεριφορά — η διαγωγή, φέρσιμο: Του χρειάζεται ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεριφοράν — συμπεριφορά̱ν , συμπεριφορά intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοράς — συμπεριφορά̱ς , συμπεριφορά intercourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφοραῖς — συμπεριφορά intercourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορᾶς — συμπεριφορά intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριφορῶν — συμπεριφορά intercourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek