-
1 συμπεριτειχιζω
вместе или одновременно обносить стеной -
2 συμπεριτειχίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριτειχίζω
-
3 συμπεριτειχίζω
συμ-περι-τειχίζω, mit oder zugleich durch eine Ringmauer, Verschanzung umgeben
См. также в других словарях:
συμπεριτειχίζω — Α [περιτειχίζω] περιτειχίζω μαζί με άλλους, βοηθώ στον περιτειχισμό («ἐκεῑνον μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὴν... Νῆσον συνεσταλμένον αὐτὰς συνεπολιόρκει καὶ συμπεριετείχιζε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek