-
1 συμπεριποιεω
помогать добыть(τέν ἀρχήν τινι Polyb.; τέν τῆς Βοιωτίας ἡγεμονίαν Diod.)
См. также в других словарях:
συμπεριποιῆσαι — συμπεριποιέω help in procuring aor inf act συμπεριποιέω help in procuring aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)