Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συμπεριέχω

См. также в других словарях:

  • συμπεριέχω — συμπερϊέχω , σύν , περί χόω throw imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) συμπερϊέχω , σύν περιέχω encompass pres subj act 1st sg συμπερϊέχω , σύν περιέχω encompass pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεριέχω — Α [περιέχω] περιλαμβάνω στον ίδιο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»