-
1 συμπεραντικως
-
2 συμπεραντικώς
-
3 συμπεραντικῶς
-
4 συμπερασματικως
См. также в других словарях:
συμπεραντικῶς — συμπεραντικός tending to a conclusion adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεραντικός — ή, όν, Μ [συμπεραίνω] αυτός που χρησιμεύει στην εξαγωγή συμπεράσματος. επίρρ... συμπεραντικῶς Α με τη μορφή συμπεράσματος … Dictionary of Greek